Η πρώτη γραπτή αναφορά στον οικισμό, που σήμερα ονομάζεται Τσαριτσάνη, γίνεται στο Χρυσόβουλο της ιεράς μονής Παναγίας της Ολυμπιώτισσας που χρονολογείται στο έτος 1296, επί αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β’ Κομνηνού. Εκεί αναφέρεται σαν Σταρίστα ή Σταρίτα, όνομα που υπάρχει και σε βουλγαρικά έγγραφα. Σε πρόθεση της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου που χρονολογείται στο 1520, αναφέρεται σαν «χορίον Τζερνιτζηανί». Η ονομασία αυτή, όπως και οι μεταγενέστερες Σταρίτσανη, Σαρίτσιανη, Τσαρίτσιανη ή Τσαρίτσανη, έχει σλάβικη προέλευση. Κατά καιρούς δόθηκαν διάφορες ερμηνείες για τη σημασία του τοπωνυμίου, με επικρατέστερη εκείνη που το αποδίδει ως «βασιλικό χωριό». Η τουρκική ονομασία «Καλίσαλη» ή «Κλίσαρι», δηλαδή πόλη των εκκλησιών, η οποία δόθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση, αν και χρησιμοποιήθηκε στα επίσημα Τουρκικά έγγραφα της εποχής αγνοήθηκε από τους κατοίκους και την ιστορία. Επίσης επί Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Τζάρι- Τζένι (μανδήλι αγαπητό) λόγω της παραγωγής πολύχρωμων μανδηλιών και υφασμάτων. Από την σλαβική προέλευση της ονομασίας του οικισμού και άλλων τοπωνυμίων (Βαλέτσικο) εξάγεται το συμπέρασμα πως η περιοχή κατοικήθηκε από σλαβικά φύλα, τα οποία από 7ο αι. μ.Χ. κατήλθαν στον ελλαδικό χώρο.
Στην Τσαριτσάνη οι άνθρωποι έκλωθαν με το χέρι τις ίνες για να τις κάνουν κλωστή. τύλιγαν τις ίνες σε μια ρόκα και τις έστριβαν για να τις κάνουν νήμα γυρίζοντας ένα αδράχτι. Αυτή η εργασία ήταν αργή και επίπονη και απορροφούσε μεγάλο μέρος του χρόνου των ανθρώπων, ιδίως των γυναικών.
Σώζονται παραδοσιακά αρχοντικά, δείγματα της άνθησης που γνώρισε η κωμόπολη στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της κατά κατά τον 17ο αι. και 18 αι., με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας χρωστικών ουσιών, μεταξωτών και ερυθρών νημάτων, τα οποία πωλούνταν στις μεγαλύτερες αγορές της Ευρώπης
Στις αρχές του 19ου αι. η κωμόπολη άρχισε να παρακμάζει, όπως και τα Αμπελάκια εξαιτίας της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας χρωμάτων, ενώ παράλληλα δοκιμάστηκε από τις λεηλασίες των Τουρκοαλβανών του Αλή πασά και ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε από φοβερή πανώλη
Κατά την θεωρία του Γάλλου γεωλόγου Μπουέ, η πεδιάδα της Τσαριτσάνης, που περιβάλλεται από τις πλαγιές του κάτω Ολύμπου και από μικρούς λόφους ήταν η κοίτη μιας αρχαίας λίμνης.
Η κωμόπολη άνθισε την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αριθμώντας το 18ο αιώνα πληθυσμό δέκα χιλιάδων κατοίκων. Θεωρήθηκε, όχι άδικα, ως μία από τις πιο ακμάζουσες πολιτείες του υπόδουλου Ελληνισμού. Την περίοδο αυτή αναπτύσσεται η βιοτεχνία και το εμπόριο. Κύρια απασχόληση των κατοίκων αποτελεί η μεταξοκαλλιέργεια και η υφαντουργία, η οποία αξιοποιεί το ερυθρόδανο (ριζάρι), μια φυσική κόκκινη βαφή που έκανε τα νήματα και τα υφαντά να γίνονται ανάρπαστα στις ευρωπαϊκές αγορές και ιδιαίτερα στη Βιέννη, Βουδαπέστη και τη Λειψία. Σταθμό αποτελεί η ίδρυση του Συνεταιρισμού Τσαριτσάνης.
Ο αργαλειός είναι μηχανή που χρησιμοποιούνταν για την ύφανση . Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά την προβιομηχανική εποχή και αργότερα κυρίως στις αγροτικές περιοχές, στην οικιακή οικονομία των οποίων διαδραμάτισε βασικό ρόλο, καθώς αποτελούσε το κύριο μέσο ύφανσης και κλωστοϋφαντουργίας. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση ο κλασικός, ξύλινος, κινούμενος με μυϊκή ενέργεια αργαλειός αντικαταστάθηκε από το μηχανικό αργαλειό. Σήμερα έχει σχεδόν καταργηθεί, καθώς η διαδικασία της ύφανσης έχει μηχανοποιηθεί και στη θέση του αργαλειού χρησιμοποιείται η υφαντική μηχανή. Ο ξύλινος αργαλειός απαντάται σήμερα μόνο σε ελάχιστα σπίτια απομακρυσμένων περιοχών και σε μουσεία λαϊκής τέχνης.
Τι ήταν οι Αργαλιοί
Ήταν μια απλή κατασκευή από ξύλο με τη μορφή χονδρών σανίδων ή ορθογώνιας διατομής μακρόστενων καδρονιών. Πάνω σε ένα κυλινδρικό εξάρτημά του τύλιγαν την κόκκινη κλωστή που χρησιμοποιούσαν ως βάση για την ύφανση και την ονόμαζαν στημόνι. Όλες αυτές οι κλωστές απλώνονταν από τον κύλινδρο σε δεκάδες παράλληλα ζεύγη προς έναν άλλο κύλινδρο, ίδιο με τον προηγούμενο, που βρισκόταν στο αντίθετο μέρος του αργαλειού, εμπρός από τη θέση του ατόμου που τον χειριζόταν. Όλα τα παράλληλα ζεύγη του στημονιού περνούσαν μέσα από δύο χτένια που βρίσκονταν το ένα εμπρός από το άλλο και πιο συγκεκριμένα, οι μισές περνούσαν μέσα από το ένα και οι άλλες μισές μέσα από το άλλο. Έτσι πατώντας ένα μοχλό, τα χτένια μετακινούνταν το ένα προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω δίνοντας τη δυνατότητα ανάμεσα από τις κλωστές (στημόνι) να περάσουν τις μάλλινες χοντρές, κλωστές που θα γίνονταν κουβέρτες ή στρωσίδια.
Μετά από τα δύο αυτά χτένια, το στημόνι περνούσε μάσα από ένα άλλο σκληρό και δυνατό χτένι που οι άκρες του κρέμονταν με δύο λεπτές σανίδες από το πάνω μέρος της κατασκευής, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να μπορεί να κινείται όλο το χτένι παράλληλα με τις κλωστές του στημονιού ακολουθώντας τη φορά του. Κάθε φορά που περνούσαν τη μάλλινη κλωστή, με αυτό το σκληρό χτένι χτυπούσαν, κινώντας το μπρος-πίσω με δύναμη, τη μάλλινη κλωστή να πάει πολύ κοντά στην προηγούμενη που είχαν περάσει. Αυτό το χτύπημα ήταν το χαρακτηριστικό χτύπημα του αργαλειού που έχει εμπνεύσει και λαϊκούς ή δημοτικούς δημιουργούς. Για να γίνει μια κουβέρτα ή ένα όποιο αποτέλεσμα χρειαζόταν πολλές ώρες δουλειάς.
Tα Εργαλεία επεξεργασίας του μαλλιού
Λανάρια-Ξάσιμο: Υπήρχαν δύο ειδών λανάρια για το ξάσιμο του μαλλιού, τα μικρά καιμεγάλα.
Ρόκα (η αρχαία ηλακάτη): Ένα ραβδί που το ένα άκρο του καταλήγει σε δύο κύκλους σε σχήμα Φ που μέσα τους έμπαιναν και συγκρατούνταν οι τουλούπες (μαλλί) για το γνέσιμο.
Αδράχτι: Ξύλινη βέργα που έστριβε ο χρήστης για να γίνει κλωστή το μαλλί και στη συνέχεια την τύλιγε.
Δρούγα: Ίδια βέργα που στην άκρη του κάτω μέρους της συγκροτούσε το σφοντύλι, που βοηθούσε στο στρίψιμο για την παρασκευή του νήματος.
Σφοντύλι: Στρογγυλό πέτρινο εξάρτημα με τρύπα που τοποθετείται στην δρούγα για να την διευκολύνει στην περιστροφή.
Στημόνι: Κόκκινο ή λευκό βαμβακερό νήμα που τοποθετείτο κατά μήκος του αργαλειού τεντωμένο. Πάνω του γινόταν η ύφανση. Τα εργαλεία για την τοποθέτηση του στημονιού ήταν η ανέμη, το ανεμίδι, η κλουβίστρα, τα καλαμίδια και οι τυλίχτρες.
Στην αύξηση της παραγωγής και στη βελτίωση της ποιότητας των υφασμάτων έπαιξε βοηθητικό ρόλο κι άλλος ένας τεχνικός παράγοντας: Η επεξεργασία των υφασμάτων στο γναφείο (βρέξιμο και κτύπημα) με χρήση ποταμήσιου νερού οδήγησε σε μια ομοιομορφία και σταθερή πυκνότητα της ύφανσης.
Εξαρτήματα του αργαλειού
Αντιά: δύο στρογγυλά ξύλα με διάμετρο 10-15 εκατοστών που στο ένα άκρο έχουν τετράγωνη κατάληξη με τέσσερις τρύπες. Στο μπροστινό (προστάντι), που το συγκρατεί η κουρούνα, τυλίγεται το υφαντό καθώς φτιάχνεται, ενώ το άλλο στο πίσω μέρος (πισάντι), πάνω στο οποίο τυλίγεται το στημόνι, το συγκρατεί η ποταμίστρα.
Κουρούνα: κοντόχοντρο κυλινδρικό ξύλο που στηρίζει το «προστάντι» και το συγκρατεί.
Ποταμίστρα: μακρύ κυλινδρικό ξύλο που στηρίζει και συγκρατεί το «πισάντι».
Χτένι: παραλληλόγραμμο με ύψος 10-12 εκατοστά περίπου, με πλήθος από λεπτά δόντια από καλάμι που προσαρμόζονται σε δύο στενά παράλληλα καλάμια ή ξύλα.
Μιτάρια: κυλινδρικά ξύλα παράλληλα μεταξύ τους που πάνω τους είναι δεμένοι πολλοί λεπτοί σπάγκοι. Ανάλογα με το υφαντό άλλοτε χρησιμοποιούσαν δύο και άλλοτε τέσσερα.
Ξυλόχτενο: δύο οριζόντια ξύλα με αυλακιές. Αυτά δένονταν με δύο μικρότερα ξύλα κάθετα. Μέσα τους προσαρμόζεται και κλειδώνει το χτένι με το οποίο χτυπιέται το υφάδι.
Σαΐτα: ξύλο ελλειψοειδές που ήταν σκαμμένο εσωτερικά και κατά μήκος συγκρατούσε μια βέργα. Στη βέργα τύλιγαν το βαμβακερό νήμα που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι.
Μασούρι: ξύλο λεπτό, μήκους 40-50 εκατοστών που τύλιγαν πάνω του το μάλλινο νήμα που με το πέταγμα περνούσε μέσα στο στημόνι.
Ποδαρικά: δύο μικρά ξύλα συνδεδεμένα με τα μυτάρια που τα πατούσαν διαδοχικά. Έτσι άνοιγε το στημόνι (το στόμα) για να περνάει η σαΐτα.
agrocapital.gr