Ελασσόνα

Η ιστορία ζωής του Ελασσονίτη “Μαθιού” του Σασμού, Δημήτρη Λάλου: «Θέλω να πιστεύω ότι στα 42 μου δεν θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα»

Ο Δημήτρης Λάλος έχει τη γοητεία του αυτοδημιούργητου ανθρώπου. Την τέχνη του θεάτρου την έμαθε μέσα από την δουλειά. Έχει δικό του θέατρο, το «Εν Αθήναις-Tempus Verum» στο Γκάζι, έναν καλλιτεχνικό οργανισμό που περιλαμβάνει και εργαστήρια υποκριτικής. Κι αν το πλατύ κοινό τον γνώρισε πρόσφατα από την τηλεόραση, εκείνος έχει πίσω του εικοσαετή πορεία.

Γεννήθηκε στην Ελλάδα, με καταγωγή από την Κρανιά Ελασσόνας και μεγάλωσε στην Γερμανία. Είναι παντρεμένος με την επίσης ηθοποιό και σκηνοθέτρια Έλενα Μαυρίδου κι έχουν μια τετράχρονη κόρη, την Νικολέττα. Είναι 42 ετών.

«Έχω πολύ καλές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια. Έζησα σε μια οικογένεια δεμένη. Γεννήθηκα στην Αθήνα και οκτώ ετών πήγα στη Γερμανία. Η μητέρα μου είχε πάει στο Βέλγιο διότι ο παππούς μου δούλευε ως ανθρακωρύχους στο Βέλγιο. Εκεί γνωρίστηκαν οι γονείς μου –είχε φύγει για το εξωτερικό και ο πατέρας μου. Γύρισαν στην Ελλάδα, έκαναν εμάς -τη μεγαλύτερη αδελφή που ζει στο Μόναχο τώρα, κι εμένα- και ύστερα πήγαν στην Γερμανία. Οικονομικοί μετανάστες… Οι γονείς μου ζουν ακόμα στη Γερμανία –έρχονται τα καλοκαίρια, κι είναι μαζί και αγαπημένοι.

Δεν μπορώ να ξέρω τι ήταν αυτό που άφησα φεύγοντας από την Ελλάδα στα οκτώ μου χρόνια, για να δω πόσο κοστίζει. Στη Γερμανία βρήκα πολλά πράγματα. Αυτή είναι η ζωή μου, αυτός είμαι εγώ, εκεί βρήκα εμένα. Και κάπως έτσι θέλω να ζω. Όπου βρίσκεσαι, όπου πας, αποδέχεσαι την πραγματικότητα και αυτήν προσπαθείς να τροποποιήσεις, χωρίς να σκέφτεσαι πως θα ήταν αν είχες πάει αλλού… Αν δεν κάνεις κάτι δεν ξέρεις πόσο κοστίζει. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, στα 18 μου, πάλι εμένα βρήκα.

Οι γονείς μου νομίζω ότι είχαν έναν τρόπο να κάνουν τα πράγματα να είναι θετικά. Θυμάμαι πήγαινα με μεγάλη προσμονή να δω τις πισίνες. Ζούσαμε στη Νυρεμβέργη –όμορφη πόλη… Πήγα ελληνικό σχολείο, βρέθηκα με Έλληνες, δεν ήμουν ο ξένος. Έκανα φίλους από όλες τις χώρες, εκτός από Γερμανούς. Ήταν σαν να ζούμε εκεί μια παράλληλη πραγματικότητα, φτιάχνοντας μια ελληνική κοινότητα. Είχαμε καφετέριες, μπουζούκια, ντίσκο, σχολεία. Κι όλα αυτά περιμένοντας, οι δικές μας γενιές τουλάχιστον, πότε θα πάμε στην Ελλάδα. Γι΄αυτό έφυγα.

Ήταν προσχεδιασμένο να γυρίσω στην Ελλάδα μετά το σχολείο. Συγγενείς στην Αθήνα δεν είχαμε, δεν ήξερα κανέναν. Στη Νυρεμβέργη ήμουν πολύ κοινωνικός, ήμουν γνωστός, με ήξεραν όλοι… Θυμάμαι μια φίλη μου που με ρώτησε “τι θα κάνεις στην Ελλάδα. Εδώ είσαι βασιλιάς, εκεί δεν θα σε ξέρει κανένας”».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Ήρθα να σπουδάσω ηλεκτρονικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Είχα μπει με πανελλήνιες, ως Έλληνας του εξωτερικού. Οι γονείς μου στήριζαν την επιστροφή μου, μου έδωσαν λεφτά να βρω ένα σπίτι, όλα. Καμία σχέση με αυτό που έκανε ο πατέρας μου όταν έφυγε στο εξωτερικό. Μου έχει πει ιστορία που πέρασε τα σύνορα Ελβετίας-Γερμανίας, μόνο με το διαβατήριο. Έκανε τον τουρίστα με έναν φίλο του και έτσι μπήκε σε μια χώρα χωρίς τίποτα… Ίσως είχα μια τυχοδιωκτική φύση κληρονομημένη από τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν πολύ δραστήριος -τον θαυμάζω. Είναι φίλος και σύμβουλός μου σε πολλά.

Έξι μήνες αφού πήγα στην σχολή είδα ουσιαστικά την πρώτη μου παράσταση. Ήταν στον “Φούρνο” το “Suburbia”, της Ελένης Σκόττη. Κάτι έκανε θόρυβο μέσα μου. Εκεί σκέφτηκα ότι αυτό θέλω να κάνω. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Ζαχαρία Κεφαλογιάννη, που μου μίλησε για την παράσταση. Αυτός “φταίει” δηλαδή. Γι’ αυτό τώρα πήγα και τον πήρα από την Κρήτη για να έρθει στον “Σασμό” να παίξει τον πατέρα μου, μετά από 17 χρόνια δικής του απουσίας από το θέατρο. Ο Ζαχαρίας ήταν ο πρώτος ηθοποιός της Σκόττη. Μετά, αφού γνωριστήκαμε, φτιάξαμε το “Επι Κολωνώ” -σκάβαμε, ρίχναμε τοίχους, δουλεύαμε πολύ. Μετά εκείνος γύρισε στην Κρήτη. Κι όταν ήρθε η ώρα στον “Σασμό” η Μαρία Τζομπανάκη να κάνει την μάνα μου και ο Ορφέας τον αδελφό μου, τους είπα ότι τουλάχιστον ο πατέρας μου πρέπει να είναι ξανθός, αλλιώς θα μοιάζω υιοθετημένος… Συμφώνησε και η παραγωγή. Σκέφτηκα τον Ζαχαρία και ήρθε για μένα. Κάπως έτσι έκλεισε ένας κύκλος: Εκείνος με έβαλε στο θέατρο κι εγώ τώρα τον ξανάφερα. Έμεινα στο “Επί Κολωνώ” χρόνια πολλά, έμαθα, έπαιξα ρόλους. Κάποια στιγμή έφυγα.

Αν πιστεύω στον εαυτό μου; Ναι, το κάνω ταυτόχρονα με το γνώθι σε αυτόν, προσπαθώντας να τον γνωρίσω, να τον καλλιεργήσω. Το “εγώ” είναι ένα χωράφι που πρέπει να οργώσεις. Όλη η αυτοπεποίθησή μου έρχεται από την προσπάθεια γνώσης για το ποιος είμαι και τι μπορώ να κάνω.

Κοιτάω το φως –όπου βλέπεις εκεί θα πας

Η θεά Αθηνά είναι ένα από τα αρχέτυπα που με συντροφεύουν, της στρατηγικής. Έχω τη δυνατότητα να ακολουθώ μια στρατηγική για να πετύχω κάποια πράγματα. Έτσι ξεκίνησα πέρυσι στην τηλεόραση και φέτος συνεχίζω με τον “Σασμό”.

Πιστεύω ότι όλα συνυπάρχουν μεταξύ τους. Τα άκρα και η μεσότητα, που λέει ο Αριστοτέλης. Το θάρρος είναι αρετή, το θράσος δεν είναι, ούτε η δειλία. Υπάρχει και η αλαζονεία, να πιστεύεις παραπάνω από αυτά που είσαι. Την έλλειψή της την ονομάζει ο Αριστοτέλης ειρωνεία. Αυτό που θεωρεί μεσότητα είναι η φιλαλήθεια, να είσαι φίλος με την αλήθεια και με τον εαυτό σου. Ούτε να τον μειώνεις ούτε να τον φουσκώνεις.

Κάποια στιγμή λες στον εαυτό σου καλά πας, τα κατάφερες… Είναι κρίμα και να μη χαρείς με τα καλά, πρέπει να χαίρεσαι με τα καλά και να επιπλήττεις τον εαυτό σου όταν κάτι δεν πάει. Απολαμβάνω τα καλά, δεν είμαι είρων…».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης
Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να εμπλακώ νωρίτερα με την τηλεόραση. Τώρα ήταν η στιγμή. Αν κινδυνεύω να καώ; Δεν νιώθω πως ό,τι έχω αποκτήσει μέχρι τώρα μου έχει χαριστεί, τίποτα όμως. Ό,τι έχω πάρει ως τώρα το έχω πάρει με κόπο, με το σπαθί, με την ικανότητά μου, το ταλέντο μου, το μυαλό μου, είναι δικό μου. Το θέατρο που έχω τώρα δεν μου το έδωσε κανένας, ούτε λεφτά είχε ο μπαμπάς μου, ούτε κατουρημένες ποδιές φίλησα, ούτε γνωστό είχα στην κυβέρνηση ούτε λεφτά από το κράτος έχω πάρει –ούτε δραχμή. Όλα είναι με τα χέρια μου. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς τίποτα να μου πάρει. Δεν είμαι διάττων αστέρας. Τι να πάθω; Να πάρω πολλά λεφτά; Να πάρω πολλή φήμη;

Όσο για το σταριλίκι, νομίζω πως αυτό θα το πάθαινα στην αρχή, αν αμέσως έμπαινα στην τηλεόραση. Εγώ την πρώτη μου συνέντευξη την έδωσα 28 χρόνων, μετά από δέκα χρόνια δουλειάς -ήταν στο “Ποντίκι”. Οπότε, θέλω να πιστεύω ότι τώρα στα 42 μου δεν θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Έχω πολλές δουλειές να κάνω.

Είμαι πατέρας. Θυμάμαι, ήμουν στην Αβινιόν, έκανα τότε το “Βιτριόλι” του Μαυριτσάκη και την ώρα που έπλενα τα χέρια μου στον νιπτήρα μου ήρθε μια εικόνα, σαν όραμα: Ότι ένα παιδάκι θέλει κι αυτό να πλυθεί, σαν να θέλει να σκαρφαλώσει στον νιπτήρα για να πλυθεί. Ήταν το 2014. Ως εκείνη την στιγμή δεν είχα σκεφτεί ποτέ τα παιδιά. Και ταυτόχρονα ήταν σαν να μου έλειπε κιόλας. Ήταν τελείως αυτοαναφορικό, προσωπικό.

Έχω ζήσει πολλά στα προσωπικά μου. Και την ένταση, που τελικά αποδεικνύεται τελείως κούφια, ένας εντυπωσιασμός, ένας ενθουσιασμός. Και άλλες σχέσεις που ξεκίνησαν πιο χαλαρά και όμως χτίστηκε μια πιο ουσιαστική επικοινωνία».

«Με την Έλενα είμαστε μαζί επτά χρόνια -η κόρη μας γεννήθηκε το 2017. Μεταξύ μας υπήρξε κι ένας σεβασμός κι ένας θαυμασμός ενώ ταυτόχρονα χτίζαμε και μια πιο στέρεη σχέση, ώστε να πούμε κάποια στιγμή ότι θα κάνουμε παιδί. Ήταν απόφαση, δεν έτυχε…

Δύο καλλιτέχνες στο ίδιο σπίτι; Αρχικά έχουμε ο καθένας το θέατρό του. Φαντάζομαι ότι η Νικολέττα νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα θέατρο, ότι είναι πολύ φυσιολογικό. Και το λέω γιατί θυμάμαι μια φίλη μου στο Βερολίνο που μου έλεγε ότι όταν ήταν μικρή νόμιζε ότι όλες οι πόλεις έχουν τείχος.

Είναι ευτύχημα, θα έλεγα, που έχουμε ο καθένας την δική του δουλειά, το δικό του στίγμα, και δεν ανακατευόμαστε, γιατί έτσι προστατεύουμε την προσωπική μας σχέση, τον προσωπικό μας χώρο. Βέβαια σκεφτόμαστε μήπως κάνουμε και κάτι μαζί, αλλά θέλει προσοχή.

Η βασική ερώτηση είναι αν θεωρείς τον εαυτό σου άνθρωπο της προηγούμενης ή αυτής της χιλιετίας

Νομίζω πως από πέρυσι είχε έρθει πια και για μένα το πλήρωμα του χρόνου να ασχοληθώ με την τηλεόραση. Γιατί και η τηλεόραση, έχοντας δει τις πλατφόρμες του εξωτερικού, άρχισε σιγά-σιγά να θορυβείται και να θέλει κι αυτή να αποκτήσει ένα επίπεδο.

Όταν ήρθε η πρόταση για τον “Σιωπηλό δρόμο” και γνωρίζοντας ότι πρόκειται για μια τέτοιου τύπου παραγωγή, το “ναι” ήρθε αμέσως. Δεν έχω κάποιο κόμπλεξ, αλλά υπήρχε όταν ξεκίνησα κι εγώ το θέατρο -ότι δεν κάνουμε τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι λίγο σαν τον ήλιο. Μπορεί να σε κάψει ή μπορεί να κάνεις ένα ωραίο μαύρισμα και να μην σε τσιμπάνε τα κουνούπια.

Πέρυσι με σκέφτηκαν στην τηλεόραση λόγω της θητείας μου στον κινηματογράφο –γιατί εγώ όλα αυτά τα χρόνια κάνω ταινίες. Έχω δουλέψει στο σινεμά κι έχω ασχοληθεί με την τέχνη της υποκριτικής του κινηματογράφου από το 2003. Όπως στο θέατρο υπάρχουν κάποια κόλπα, έτσι και στο σινεμά, αλλά δεν είναι τα ίδια. Οπότε όταν εμφανίστηκα στον “Σιωπηλό δρόμο” είπαν όλοι ποιος είναι αυτός… Μα δουλεύω είκοσι χρόνια.

Ναι, πέρυσι ένιωσα ότι με γνώρισε ο πολύς κόσμος. Γιατί να με πειράξει; Ξέρω καλά ότι το θέατρο είναι πεπερασμένο, για συγκεκριμένο χρόνο, με συγκεκριμένους ανθρώπους και σε συγκεκριμένο τόπο. Δεν μπορεί το θέατρο να σε ταξιδέψει στο κοινό όπως η τηλεόραση, το σινεμά».

Ο Δημήτρης Λάλος με τη Μαρία Τζομπανάκη στον «Σασμό»
Ο Δημήτρης Λάλος με τη Μαρία Τζομπανάκη στον «Σασμό»

«Ο ήρωάς μου, ο Μαθιός, είναι σκοτεινός χαρακτήρας. Πάντα παίζει ρόλο στην επιλογή μου και ο χαρακτήρας που θα υποδυθώ. Να είναι, αν όχι πολυδιάστατος, τουλάχιστον τρισδιάστατος. Μ’ αρέσει να προσεγγίζω έναν χαρακτήρα που δείχνει και είναι σκληρός αλλά έχει και ευαισθησία ή το αντίθετο. Να υπάρχει δίπολο.

Κουβαλάει έναν έρωτα ο Μαθιός, έναν τραυματισμένο έρωτα, κι αυτό θα πάει πολλά χρόνια. Είναι από τους ανθρώπους που έχουν μπέσα –θα πει μια κουβέντα και για να την τηρήσει θα βάλει τον εαυτό του στην άκρη.

Αν πιστεύω στην έννοια της εκδίκησης; Ακόμα κι ο Πλάτωνας πριν πεθάνει έγραψε για κάποιον που του χρωστούσε… Εγώ νομίζω πως δεν κρατάω, δεν έχω τον χρόνο. Πάω παρακάτω. Σίγουρα με πειράζει αλλά πιστεύω ότι περνάει από τα στάδια του θυμού, της αποδοχής, της θλίψης. Το έχω φιλοσοφήσει με τον χρόνο, ότι δεν διαθέτω χρόνο για να ασχοληθώ με τα κακόβουλα, μ’ αυτά που λένε. Δεν μπαίνω στη διαδικασία. Δεν γαντζώνομαι από αυτά. Πιστεύω ότι, όπου βλέπεις, εκεί πας. Το βλέπω και στις συνεντεύξεις, θέλουν να γκρινιάξω, να παραπονεθώ. Κι εγώ δεν γκρινιάζω, δεν το΄ χω αυτό. Κοιτάω το φως –όπου βλέπεις εκεί θα πας. Ενας δάσκαλός μου, Αμερικανός, μου είχε πει κάποτε να θυμάμαι ότι, όταν δείχνω κάποιον, τα άλλα τρία δάχτυλα δείχνουν εμένα. Μήπως λοιπόν με ενοχλεί ο άλλος γιατί βλέπω σ’ αυτόν εμένα; Σαν να έχω βρει τον ψυχολόγο μου στον Αριστοτέλη, στον Πυθαγόρα, στον Όμηρο».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Στη “μικρή ακαδημία” που λειτουργεί στο θέατρο, έχω πάνω από εκατό μαθήτριες. Γιατί καμία, ποτέ, δεν μου την έχει πέσει; Γιατί όλα ξεκινούν από αυτόν που έχει την εξουσία. Δεν κυκλοφορώ μέσα στο θέατρο προβάλλοντας ότι είμαι γκόμενος. Εδώ μέσα είμαι πατέρας, σύμβουλος, αδελφός. Πώς θα εκφραστεί λοιπόν κάτι σεξουαλικό;

Ούτε στο “Επί Κολωνώ” ούτε τώρα στο “Εν Αθήναις Tempus Verum” υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Η Σκόττη μας είχε πολύ προστατευμένους –την ευχαρίστησα μετά απ’ όσα βγήκαν στο θέατρο, γιατί μας πρόσεξε. Ήταν όλα στην διαφάνεια, τίποτα σκοτεινό. Όλοι όσοι παίζαμε εκεί το αξίζαμε –έκανες οντισιόν κι αν “τα έλεγες”, ανέβαινες στην σκηνή. Έχει αξιοκρατία το επάγγελμά μας, γιατί υπάρχει κάτι που είναι πάνω από εμάς, κι αυτό είναι η τέχνη».

Φωτογραφία: Παναγιώτης Μάλλιαρης

«Με σόκαραν οι καταγγελίες, ειλικρινά. Έπεσα από τα σύννεφα. Αυτά τα πράγματα δεν τα περίμενα. Και είμαι κατηγορηματικός: Καμία ανοχή, καμία. Ούτε προσωπικά ούτε επαγγελματικά, αποκλεισμός από παντού. Το βιώνω αυτό, γιατί έχω μια τέτοια θέση –έχω 21 εργαζομένους στο θέατρο και 100 μαθητές. Τι, να το παίζω αφεντικό; Μα θέλω να είμαι ο εμπνευστής αυτού το πράγματος. Είναι και χαζό να μην είσαι εμπνευστής, εκτός αν είσαι άρρωστος κι έχει πάει κάτι λάθος στην ψυχοσύνθεσή σου.

Λένε για το κακό που συνέβη στο θέατρο… Ποιο κακό; Καθάρισε ο τόπος και να καθαρίσει κι άλλο. Θα πάρει κι άλλους, λέει, στο λαιμό του; Απειλή είναι αυτό; Να πάρει, πόσοι είναι, να τελειώνουμε. Και να πάει σ’ όλα τα επαγγέλματα. Δεν τελειώνει αυτό –αλλά η ανθρωπότητα έχει προχωρήσει.

Εγώ όμως κοιτάω στο φως και πιστεύω ότι εμείς μπορούμε να θέσουμε τις βάσεις για τα χρόνια που δεν θα ζήσουμε. Δεν με απασχολεί πόσοι το σκέφτονται αυτό. Με απασχολεί που το κάνω εγώ. Είμαστε στην αρχή της χιλιετίας. Είμαστε στο σωτήριο έτος του 2021. Η βασική ερώτηση είναι αν θεωρείς τον εαυτό σου άνθρωπο της προηγούμενης ή αυτής της χιλιετίας. Η παγκοσμιοποίηση έτσι όπως την φαντάζονται κάποιοι συνωμοσιολόγοι είναι γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας τους. Εγώ τη φαντάζομαι ότι όλοι θα είμαστε αδέλφια κι αυτή η γη είναι το χωράφι μας. Όταν η κρίσιμη μάζα των ανθρώπων έρθει, θα είμαστε εμείς περισσότεροι από τους άλλους, σίγουρα».

Ο Δημήτρης Λάλος ως Μαθιός στον «Σασμό»

Τηλεόραση: «Σασμός», από Δευτέρα ως Πέμπτη στον Alpha (21:00).

Θέατρο: «33 Παραλλαγές» του Moises Kaufman σε σκηνοθσία Γιώργου Πέτρου. Παίζουν: Δημήτρης Λάλος, Κατερίνα Διδασκάλου, Γεράσιμος Γεννατάς, Θανάσης Τσαλταμπάσης, Κόρα Καρβούνη κ.ά. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Οκτώβριος-Νοέμβριος).

Πηγή: bovary.gr

Previous ArticleNext Article