Ελασσόνα

Εκτέλεση αμάχων κατοίκων του Σαρανταπόρου στη θέση «Μελίσσι» (φωτο – βίντεο)

Στην ευρύτερη περιοχή της Ελασσόνας και του δυτικού Ολύμπου εκτός από την Αντίσταση κατά των Ναζιφασιστών Γερμανών και Ιταλών, το 1943 σηματοδοτείτε από σειρά σημαντικών και δραματικών γεγονότων εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Η πυρπόληση της Τσαριτσάνης και η εκτέλεση κατοίκων της τρεις φορές, (Οκτώβριος 1942, Μάρτιος και Αύγουστος 1943), το ολοκαύτωμα του Δομενίκου (Φεβρουάριος 1943), οι καταστροφές και οι εκτελέσεις στην Ολυμπιάδα και στη Σκαμνιά (Απρίλιος 1943), είναι γεγονότα συγκλονιστικά.

Το δραματικό αυτό καλοκαίρι φέρνει και τους δεκάδες θανάτους κατοίκων του Σαρανταπόρου, οι οποίοι εκτελέστηκαν επί τόπου επειδή βρισκόταν εντός «νεκράς ζώνης», ή έχασαν τη ζωή τους για λόγους που σχετίζονται με την κατοχή. Οι Γερμανοί με αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις σε βάρος αμάχων, εκδικούνταν για τη συντριβή που έπαθαν στα Στενά του Σαρανταπόρου.

Την ίδια περίοδο όμως συμβαίνει και κάτι πολύ σημαντικό για την έκβαση του πολέμου. Τον Σεπτέμβριο του 1943 οι Ιταλοί συνθηκολογούν.

«Ενώ η φασιστική Ιταλία είχε πια εξαφανισθεί από το προσκήνιο και η ναζιστική Γερμανία βάδιζε προς την καταστροφή, υπήρχαν Έλληνες που σπεύδουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους άμεσα προς τους Γερμανούς… …ταυτόχρονα κατερχόταν στο πεδίο, μετά τη διάλυση των Ιταλών, ένας νέος εσωτερικός παράγων: Η τρομοκρατία υπό τη φοβερή μορφή της, κόρη της συνεργασίας Γερμανών και Ελλήνων…  …Τα Τάγματα Ασφαλείας βαφόντουσαν πια στο αίμα, αίμα Ελλήνων. Και αντικειμενικώς η ευθυγράμμιση τους με τους Γερμανούς γινόταν πλήρης, τόσο σε σκοπούς όσο και σε τρομοκρατική σκληρότητα. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ απαντούσε με την ίδια σκληρότητα. Οι συνθήκες ζωής στην Ελλάδα έπαιρναν την δραματικότητα αρχαίας τραγωδίας και η ζωή είχε καταντήσει πάμφθηνη… …Η τρομοκρατία που εξαπέλυσαν τα Τάγματα Ασφαλείας και οι Γερμανοί έπαιρνε ιδιότυπες μορφές και συναγωνιζόταν σε τραγικότητα τη μεγάλη πείνα. Οι επιδρομές απέκτησαν εκείνη την εποχή τεράστια έκταση και καταστρεπτική μορφή στην ύπαιθρο, με τα αντίποινα των Γερμανών να είναι φοβερά.. …Πενήντα για έναν…».[1]

Οι Γερμανοί παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και βασίζουν την κυριαρχία τους στον δοσιλογισμό ελλήνων οι οποίοι συνεργάζονται φανερά μαζί τους. Τα Τάγματα Ασφαλείας, η οργάνωση Χ και η Π.Α.Ο. (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση) τάσσονται στο πλευρό τους. Από τα μέσα του Φθινοπώρου του 1943 περίπου, οι ξεριζωμένοι και  ταλαιπωρημένοι κάτοικοι του Σαρανταπόρου, αρχίζουν δειλά να επιστρέφουν στα ερείπια των σπιτιών τους. Οι Γερμανοί δεν τους διώχνουν όπως πρώτα και εκείνοι πιστεύουν ότι ήρθε ο καιρός να ξαναστήσουν τα κατεστραμμένα σπίτια τους.

Ο Ιωάννης Τσιάμης, κάτοικος Σαρανταπόρου (έτος γέννησης 1926) διηγείται:

«Είχε διαρρεύσει η φήμη ότι ο πρόεδρος του χωριού τότε ο Γιώργος Βαίτσης (ο οποίος αργότερα εκτελέστηκε στο Μελίσσι), είχε εξασφαλίσει διαβεβαίωση από το φρουραρχείο των Γερμανών στην Κοζάνη, πως δεν υπάρχει πρόβλημα με την παρουσία των κατοίκων στο χωριό και των κοπαδιών τους. Εγώ ήμουν με ένα μικρό κοπάδι πρόβατα στη θέση «Κόκκα» πάνω από το χωριό. Δεν είχε περάσει μισή ώρα που ήμουν εκεί και καταφθάνουν τρία άτομα με γερμανικές στολές. Ο ένας ήταν γερμανός και οι δύο ήταν έλληνες. Τον έναν μάλιστα θυμάμαι τον έλεγαν Σωτήρη. Δεν ήταν από δω από την περιοχή μας, ήταν Κοζανίτες γκεσταπίτες! Όταν τους είδα να έρχονται προς το μέρος που ήμουν, έβγαλα απ τη τσέπη ένα μαχαίρι που είχα να κόβω το ψωμί και το πέταξα. Έβγαλα και τα παπούτσια που φορούσα γιατί ήταν φτιαγμένα από λάστιχα από τις μοτοσυκλέτες των γερμανών που έκαψαν οι αντάρτες στο σαμποτάζ και τα πέταξα κι αυτά μέσα στα χορτάρια! Όταν έφτασαν αυτοί κοντά άρχισαν να με ρωτούν γιατί έφερα το κοπάδι σε αυτό το μέρος και αν έχει κόσμο το χωριό. Τους είπα πως πήρε άδεια ο πρόεδρος για να φέρουμε τα κοπάδια και να γυρίσουμε στο χωριό. Όλα αυτά τα έλεγαν στο γερμανό που ήταν μαζί τους και τότε αυτός προχώρησε παραπέρα σε ένα άλλο σημείο απ όπου φαίνεται το χωριό και κοιτούσε με τα κιάλια για να δει αν στα καμένα σπίτια του χωριού ήταν κόσμος. Μετά από μια εβδομάδα ήρθε γερμανικό απόσπασμα στο χωριό κι έκαναν έφοδο στο σπίτι του Σαμαρά. Εκεί βρήκαν χαρτιά αντάρτικα».

Τον Αύγουστο και προς το τέλος του Φθινοπώρου του 1943 και αργότερα τον Γενάρη του 1944, συμβαίνουν και κάποια γεγονότα που ενδεχομένως να περνούσαν απαρατήρητα, αλλά δυστυχώς αυτό που έγινε στις 19 Γενάρη του 1944, θα αποδείξουν περίτρανα τον ρόλο των δοσίλογων συνεργατών των Γερμανών.

Αύγουστος. Ο Μιχάλαγας οργανωτής και αρχηγός των ομάδων Π.Α.Ο. στην περιοχή της Κοζάνης  και συνεργάτης των γερμανών, κατεβάζει ένα κοπάδι με γίδια και γελάδια προς τον Τύρναβο, με σκοπό τη σφαγή τους και την πώληση τους. Το κοπάδι και οι άνδρες που το συνοδεύουν, διανυκτερεύει σε μαντρί της περιοχής του Λιβαδίου. Το βράδυ αντάρτες των αντιστασιακών ομάδων της περιοχής του Αμάρμπεη και των Αντιχασίων, αρπάζουν το κοπάδι και το οδηγούν στα λημέρια τους. Ο Μιχάλαγας μαθαίνει το γεγονός και καταφθάνει στο σημείο επιβαίνοντας σε γερμανικό τζιπ. Πληροφορείται ότι στην επιχείρηση αρπαγής του κοπαδιού συμμετείχαν ως μέλη των ανταρτών και άτομα από το Σαραντάπορο. Τη φράση του ως απειλή «δεν θα αφήσω τσιοκάνι να λαλήσει στο Σαραντάπορο», την αναφέρουν ακόμα οι κάτοικοι του χωριού. Δεν έχει φυσικά το σθένος να στραφεί εναντίον των αντιστασιακών ομάδων για το γεγονός της αρπαγής του κοπαδιού. Η πρόθεση του θα φανεί σύντομα.

Τέλος φθινοπώρου. Ένα φορτηγό με πορτοκάλια που κινείται στο δρόμο προς την Κοζάνη, λεηλατείτε. Το ανάθεμα θα πέσει στο Σαραντάπορο.

«6 Γενάρη 1944. Ομάδα σαμποτέρ του 50ου Συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ χτύπησε στο Σαραντάπορο. Κατέστρεψε τρία (3) φορτηγά αυτοκίνητα, σκότωσε εφτά (7) Γερμανούς, πήρε λάφυρα όπλα και άλλα υλικά.

Στις 11 Γενάρη ομάδα σαμποτέρ του 50ου Συντάγματος κατέστρεψε σε πολλά σημεία το δρόμο Ελασσόνας Σαρανταπόρου».[2]

Τον Ιανουάριο του 1944 οι περισσότεροι κάτοικοι έχουν επιστρέψει στο χωριό, θεωρώντας πως το κακό πια έχει περάσει και μπορούν να στήσουν πάλι τα σπίτια τους. Κάποιοι παραμένουν ακόμα στους καταυλισμούς του Αμάρμπεη.  Η εκδικητική μανία όμως των Γερμανών και των συνεργατών τους, για τα γεγονότα που περιγράφηκαν παραπάνω, δεν έχει κοπάσει.

Το ξημέρωμα της 19ης Ιανουαρίου θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη όλων των Σαρανταποριτών. Από νωρίς το πρωί γερμανοί και δοσίλογοι Παοτζήδες από την περιοχή της Κοζάνης, τα πρωτοπαλίκαρα του Μιχάλαγα δηλαδή, φορώντας γερμανικές στολές, μπήκαν στο χωριό και πραγματοποίησαν εκκαθαριστική επιχείρηση.

Συγκέντρωσαν όλους όσους ήταν στο χωριό, γυναίκες, άνδρες, παιδιά  και ηλικιωμένους  στη θέση «Μέγα» βορειοανατολικά του χωριού. Εδώ σκοτώνουν τον Βαγγέλη Ντάλλα, παλικάρι 22 χρονών. Γύριζε από τα χωράφια όπως λέει η Βάγια Χατζή – Πάσχου (έτος γέννησης 1926), βρήκαν πάνω του χαρτιά του Ε.Α.Μ. και τον εκτέλεσαν επιτόπου. Για ώρες κείτονταν νεκρός ανάμεσα στους συγκεντρωμένους.

Για το ίδιο γεγονός ο Νικόλαος Γκουτζουρέλας (έτος γέννησης 1926), ο οποίος ήταν στην καλύβα μαζί με τον πατέρα του στην περιοχή «Σταυροδρόμι» λέει: «Μάζεψαν στο Μέγα τον κόσμο που ήταν στο χωριό. Μετά ακούστηκε όπλο (πυροβολισμός). Σκότωσαν τον Βαγγέλη τον Ντάλλα».

Ο αείμνηστος Θεμιστοκλής Γκουντρουμπής (ο πατέρας του Νικόλαος Γκουντρουμπής σκοτώθηκε στο Μελίσσι), βιοτέχνης στο Σαραντάπορο, γράφει σε προσωπικό του ημερολόγιο πολλά χρόνια αργότερα:

«Εν περιλήψει του βίου μου. Έτος Γεννήσεως 1941. 

1944: Από αφηγήσεις των μεγαλυτέρων μου και της μητέρας μου σκοτώθηκε ο πατέρας μου Νικόλαος τη 19.01.1944. Θυμάμαι απλώς μια μάζα ανθρώπων στο Μέγα. Με είχε κάποιος στην αγκαλιά του αλλά ποιος ήταν δε γνώριζα. Από αφηγήσεις, ήταν ο πατέρας μου. Αργότερα που γνώρισα την κοινωνία έμαθα πως την ημέρα αυτή οι γερμανοί μαζέψανε όλα τα γυναικόπαιδα και πήραν τους άντρες αυτούς που δεν κρατούσαν δελτίο ταυτότητας γερμανικό, όσοι είχαν τους άφησαν λεύτερους. Αυτούς που δεν είχαν τους χωρίσαν από τους άλλους, γύρω στον αριθμό τριάντα άτομα και τα οδηγήσανε σε άλλο μέρος, μακριά από το χώρο που τους είχαν συγκεντρωμένους. Τους πήγαν προς τη κατεύθυνση της Κοζάνης με την προϋπόθεση να τους ανακρίνουν στο γερμανικό τμήμα Κοζάνης. Αλλά η τύχη τους ήταν αυτή γιατί σε λίγο τους βάλαν στη γραμμή, στη θέση Μελίσσι, όνομα τοποθεσίας και τότε και σήμερα. Από κει περνούσε ο δρόμος για να βγούνε στα στενά Σαρανταπόρου να πάρουν τα αυτοκίνητα για την Κοζάνη. 

Αλλά όπως λέμε και πιο πάνω στο Μελίσσι τους βάλαν στη γραμμή, στήσαν τα πολυβόλα και τους ρίξανε στο σκοτωμό. Επί τόπου σκοτώθηκαν εννιά άτομα και οι άλλοι γλυτώσαν με πολλά τραύματα. Ευτυχώς που ήταν λίγοι οι εχθροί και ζήσαν οι περισσότεροι, γυρίσαν στα σπίτια τους και συμμαζέψανε τις οικογένειές τους. Κατά αφηγήσεις των μεγαλυτέρων μας είχε πολύ χιόνι αυτή τη μέρα, ήταν δύσκολο να βοηθήσει κανείς την περίπτωση και έτσι όσοι γλύτωσαν γύρισαν με φόβο και τρόμο στα σπίτια τους και όσοι χάθηκαν πήγαν αδικοχαμένοι. 

Είπαμε, δεν ήταν παραπάνω από τέσσερεις οι εχθροί. Και το ωραίο ήταν που ήταν όλοι Έλληνες κι όχι ξένοι. Τι συνέβη, ποιοί ήταν και γιατί τους σκότωσαν κανείς δεν απαντάει. Και βέβαια κύριοι ήταν Έλληνες, ήταν κάποιος, όπως λένε ονομαζόμενος Τιροδήμος γνωστός σε όλο το χωριό ένας άλλος που έκανε τον αρχηγό και είχε ξεχωριστούς φίλους μέσα στο χωριό ήταν ο λεγόμενος Γεωργανάκης. Αυτοί ήταν οι κύριοι με το απόσπασμα τους. Τι θέλανε οι κύριοι και ψάχναν ταυτότητες γερμανικές, τι ήταν αυτοί; 

Μιλάμε για ταυτότητες. Το 1943 ο στρατός του ΕΛΑΣ συσπειρωμένος απ όλα τα χωριά πήραν την απόφαση να χτυπήσουν μια φάλαγγα γερμανική που περνούσε από Ελασσόνα για Κοζάνη. Η φάλαγγα χτυπήθηκε στο Κασιάνι, έτσι ονομάζεται μια τοποθεσία, εκεί περίπου που έγινε η μάχη το 1912 με τους Τούρκους. Η φάλαγγα χτυπήθηκε από τους Έλληνες Ελασίτες κάψανε κάπου 40 αυτοκίνητα και αιχμαλωτίσανε τους γερμανούς. Το σύνολο των γερμανών ήταν περίπου τα 80 άτομα δηλαδή οδηγοί και συνοδηγοί αυτούς τους σκοτώσαν όλους. Αυτή όλη η υπόθεση γινόταν το καλοκαίρι Ιούνιο μήνα. Τη συγκρότηση των Ελλήνων την αποτελούσαν όλα τα γύρω χωριά, Λιβάδι, Καστανιά, Μεταξά, Σαραντάπορο κ.α. Από το χωριό μας πήραν μέρος σχεδόν όλοι οι κάτοικοι, άλλοι στη μάχη για πλιάτσικο και άλλοι στα καραούλια πρόσεχαν από γύρω. Αφού τελείωσε η μάχη οι γερμανοί απαγορέψανε τη ζώνη αυτή, την ονόμασαν νεκρά ζώνη όπως παλιότερα με τους τούρκους, επειδή όμως χρειάζονταν οι χωριανοί την περιφέρεια αυτή να βοσκήσουν τα γιδοπρόβατα τους πήγαιναν και βγάζαν άδεια από τους γερμανούς. Πολλοί μάλιστα για να είναι πιο σίγουροι και έμπιστοι στους γερμανούς βγάλαν ταυτότητες γερμανικές, με λίγα λόγια φίλοι τους. 

Αυτοί οι φίλοι την ημέρα της 19 Γενάρη 1944 δεν ενοχλήθηκαν καθόλου όπως αφηγούνται οι ίδιοι και σήμερα. Μιλήσαμε για τον Γεωργανάκη. Αυτός ήταν από τα χωριά των Σερβίων Κοζάνης, πιστός φίλος του μεγαλέμπορα Μιχάλαγα, επίσης από την Κοζάνη. Αυτός ο Μιχάλαγας το 1943 Αύγουστο μήνα μετέφερε ζώα, γελάδια και άλλα στην Ελασσόνα για πούλημα και στάθμευσε στη Βίγλα από κάτω να τα βοσκήσει επειδή είχε πολλά χόρτα τότες, εκεί τον φιλοξένησαν οι Τσανουσαίοι από το Λιβάδι, για κάμποσες μέρες. Στο διάστημα αυτό ο στρατός μαζί με πολίτες τα ρημάξανε τα ζώα, του τα φάγανε του ανθρώπου όλα αυτά που ήταν, πολλά ή λίγα, αυτοί ξέρουν. Απ το κακό του ο Μιχάλαγας οργίστηκε και έκανε ένα απόσπασμα ΠΑΟ, το ονομάσανε για να εκδικηθεί τους κλέφτες ας πούμε. Γιατί τα κλέψανε; Απλούστατα κι αυτός κλεμμένα τα χε κι εξάλλου ο στρατός πεινούσε. Κι έτσι άρχισε μια νέα τραγωδία. Όποιος έκανε κάτι στον τόπο αυτό οδηγούνταν στο τμήμα των γερμανών στην Κοζάνη εκ του Μιχάλαγα και οι γερμανοί έβγαζαν την απόφαση. Όσοι τα χαν καλά με αυτόν ήταν ήσυχοι. Ο Γεωργανάκης ήταν ο στενότερος του Μιχάλαγα τότε. 

Το τελευταίο κακό που οδήγησε στην τραγωδία του τόπου μας ήταν το φθινόπωρο του ιδίου χρόνου. Πέρασε ένα αυτοκίνητο με πορτοκάλια από την Ελασσόνα για Κοζάνη. Αυτή τη φορά το λήστεψαν φίλοι του Μιχάλαγα και όλη η υπόθεση έφτασε στο άμοιρο Σαραντάπορο τη 19.01.1944 γιατί έμεινε ανυπεράσπιστο από παντού. Την εποχή εκείνη….. (εξαιρέθηκε η παράγραφος με την επιφύλαξη να δημοσιευτεί αργότερα, αν χρειαστεί)…. Οι αδικοχαμένοι είπαμε ήταν όλοι διαλεχτοί παντρεμένοι με οικογένειες – όπως βλέπετε έμειναν πολλές χήρες και πολλά παιδιά ορφανά. Όχι μόνον αυτό αλλά και αποστήριχτα από παντού. Πουθενά να βρουν το δίκιο. Από πουθενά να βοηθηθούν, αλλά όλοι ζήσαμε γιατί είμαι και γω ένας απ αυτούς, δηλαδή απ τα ορφανά». 

Ο Θεμιστοκλής Γκουντρουμπής έφυγε από τη ζωή στις 27-06-2004. Βιοτέχνης στο επάγγελμα, από το 1976 πουλούσε τα εμπορεύματά του στις εμποροπανηγύρεις, σε ένα από αυτά τα ταξίδια στις αρχές της δεκαετίας του 80 είχε μια απροσδόκητη συνάντηση με έναν από τους εκτελεστές. Πηγαίνοντας προς την Καλαμπάκα σε μια εμποροπανήγυρη, επιβιβάζει στο φορτηγάκι του κάποιον που του έκανε νεύμα στο δρόμο για να τον πάρει μαζί του. Αυτός τον ρώτησε από πού είναι και ο Θεμιστοκλής του απάντησε ότι είναι από το Σαραντάπορο. Και τότε εκείνος, σε μια κρίση ειλικρίνειας,  του εξομολογείτε επί λέξη: «Μεγάλη ζημιά κάναμε στο Σαραντάπορο το 44…σκοτώσαμε κόσμο που δεν έφταιγε σε τίποτα…» Ο Θεμιστοκλής έκπληκτος και αφού συνειδητοποίησε τι του είπε, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και σχεδόν τον πέταξε από το αμάξι, λέγοντάς του: «Τον πάτερα μου σκότωσες παλιοτόμαρο»!!

Την ίδια ώρα που οι κάτοικοι είναι συγκεντρωμένοι στον «Μέγα», πολλοί από τους εισβολείς επιδόθηκαν σε πλιάτσικο και σήκωσαν από τα ερείπια των σπιτιών του χωριού, ότι θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στους αποκαμωμένους κατοίκους. Στη συνέχεια έφυγαν με κατεύθυνση το χώρο στρατοπέδευσης στη θέση «Κόκκινος Νόχτος» που βρίσκεται στην έξοδο των στενών του Σαρανταπόρου προς την Κοζάνη.

Σε μια δημοσίευση στην εφημερίδα «Νέα Ελασσόνα», στο φύλλο 141 στις 22/10/1988 με τίτλο «Ματωμένο Σαραντάπορο – το πολύκλαυτο χωριό», ο αντιστασιακός Γιάννης Μέγγος γράφει: «επιδρομή από μεγάλη ομάδα προδοτών, ντυμένοι τη στολή των Γερμανών, συνέλαβαν τριάντα Σαρανταπορίτες, άρπαξαν περιουσίες και τις φόρτωσαν σε δεκαεπτά μουλάρια. Τους άντρες, δέκα, τους εκτέλεσαν με ριπές αυτομάτων στη θέση Μελίσσι». Οι περισσότεροι από την ομάδα των προδοτών που μπήκαν στο χωριό, παρέμειναν με τους συγκεντρωμένους κατοίκους οι οποίοι, όπως αναφέρει ο Γιάννης Μέγγος στο ίδιο σημείωμα, αναγνωρίζουν στα πρόσωπα των δοσίλογων δύο άτομα. Τον Αντώνη Τυροδήμο, γνωστό ζωοκλέφτη από την Καστανιά Σερβίων και τον Μήτσο Γεωργανάκη από τη Λαβανίτσα Σερβίων.

 «Ακόμα και το διασίδι από τον αργαλειό πήραν» λέει η Βάγια Πάσχου και αναρωτιέται «οι Γερμανοί τα πήραν αυτά; Όχι βέβαια! Τα πήραν οι έλληνες προδότες».

 «Αχ, τι συμφορά μας βρήκε σήμερα στο χωριό! Οι γερμανοί έρχονταν και δεν μας πείραζαν και μείς ξεθαρρέψαμε. Κάθε μέρα έρχονταν και καινούριοι χωριανοί στο χωριό. Αρχίσαμε μάλιστα να καθαρίζουμε και να τακτοποιούμε τα σπίτια μας. Σήμερα όμως το πρωί οι γερμανοί περικύκλωσαν το χωριό και μας διέταξαν να συγκεντρωθούμε όλοι στο «Μέγα» άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Εκεί είχαν στημένα πυροβόλα. Όλοι είχαμε παγώσει! Οι γυναίκες και τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε. Οι Γερμανοί χώρισαν τις γυναίκες και τα παιδιά από τους άνδρες. Τρείς – τέσσερις άνδρες έδειξαν κάτι ταυτότητες και τους άφησαν να φύγουνΌλους τους άνδρες τους έβαλαν στη γραμμή κι από δω κι από κει μας σημάδευαν με τα πυροβόλα. Όλοι αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε ότι μας πάνε για εκτέλεση. Το κατάλαβαν και οι γυναίκες πίσω μας και άρχισαν να θρηνούν. Ξεκινήσαμε στη σειρά και τραβούσαμε για τα μαντριά. Τώρα είμαστε σίγουροι ότι μας πάνε για εκτέλεση. Μαζί μας ήταν και ο παππά-Γιώργης που τα χείλη του έπαιζαν, μάλλον ψιθύριζε προσευχές. 

Νομίζω πως όλοι κάναμε την ίδια σκέψη: μας πάνε για εκτέλεση. Θα δεχτούμε έτσι παθητικά τη μοίρα μας; Δεν θα αντιδράσουμε; Δεν θα φανούμε άντρες; Όχι!.. θα αντιδράσουμε και ας μας χτυπήσουν πισώπλατα, δεν θα στηθούμε να μας γαζώσουν με τα αυτόματα. Συνεννοηθήκαμε λοιπόν με τα μάτια και είμαστε σε εγρήγορση. Η πορεία συνεχιζόταν δήθεν αδιάφορα. Κάναμε τάχα πως δεν καταλαβαίναμε πως πάμε για σφαγή. Περιμέναμε να συναντήσουμε τον κατάλληλο τόπο. Τα τοπία διαδέχονται το ένα το άλλο… άλλο γυμνό, άλλο με λίγη βλάστηση. Επιτέλους συναντάμε το κατάλληλο τοπίο, με πυκνή βλάστηση και πουρνάρια. 

Ντού, φώναξε με χαμηλή φωνή ο παππάς και χιμήξαμε όλη τον κατήφορο πίσω από τα πουρνάρια. Οι γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, δεν περίμεναν κάτι τέτοιο. Γρήγορα όμως συνήλθαν και άρχισαν να μας γαζώνουν με τα πολυβόλα.. τα δευτερόλεπτα όμως είχαν δώσει καιρό στους σκληροτράχηλους άνδρες να απομακρυνθούν και να γλιτώσουν. Γλίτωσαν αρκετοί και μέσα σε αυτούς και ο παπάς, παρόλο που φορούσε τα ράσα του, μπόρεσε να ξεφύγει. Δυστυχώς γαζώθηκαν πολλοί και μάλισταν νέοι..».[3]

Ο Ιωάννης Τσιάμης λέει: «Όπως βάδιζαν, ο Χρήστος Κλεισιάρης, ένας λεβεντόπαιδο δυο μέτρα, λέει στους άλλους: άντε μωρέ, να τους κάνουμε ντου! Μόνος μου θα τους πατήσω κάτω!»

Δύο χιλιόμετρα περίπου έξω από το χωριό, στη θέση «Μελίσσι», οι πιο θαρραλέοι αποφασίζουν να αντιδράσουν και επιχειρούν απόδραση. Οι συνοδοί τους αιφνιδιάστηκαν από αυτή την κίνηση. Το μυδράλιο όμως που ήταν στημένο εκεί, με σκοπό την εκτέλεση τους, δεν σιώπησε. Μαζί με τα όπλα που κρατούσαν τα τέρατα που συνόδευαν τους αμάχους, σκορπάει το θάνατο. Οι περισσότεροι διασκορπίστηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις και κατάφεραν να γλυτώσουν.

Ο Νικόλαος Γκουτζουρέλας, είναι κρυμμένος λίγο παρακάτω, στην τοποθεσία «Σταυροδρόμι». Βλέπει τα γεγονότα να εξελίσσονται μπροστά του. Βλέπει τους αιχμαλώτους να προσπαθούν να διαφύγουν και τους συνοδούς τους να πυροβολούν αδιακρίτως. Το μυδράλιο που ήταν στημένο στο σημείο ρίχνει σφαίρες κατά ριπάς. Αφού σταμάτησαν οι πυροβολισμοί και οι εκτελεστές έφυγαν, βγαίνει από την κρυψώνα του για να πάει να δει τι έγινε. Διακρίνει τον ιερέα του χωριού, Γεώργιο Γκουντρουμπή, να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος του. Η περιγραφή του συγκλονίζει:

«Είχε κατατρυπημένο ράσο και ήταν πολύ φοβισμένος. Του είπα να πάει στην καλύβα του πατέρα μου, που ήταν λίγο παρακάτω. Όταν έφυγαν οι στρατιώτες πήγα κοντά να δω τι έγινε. Βρήκα τον Χρήστο τον Κλεισιάρη καταματωμένο. Τον τράβηξα, προσπάθησα να τον σηκώσω αλλά δεν μπορούσε… δεν γλύτωσε… Παραδίπλα ήταν ο Νάσιος ο Πινιάρας. Ήταν χτυπημένος αλλά γλύτωσε. Άλλοι πέθαναν… ο Γούλας Παπαγιάννης (Κλεισιάρης Γεώργιος στον κατάλογο των νεκρών), ένας καλός άνθρωπος. Βρήκα τον Γούλα του Τάση (Κλεισιάρης), δεν ήταν βαρεμένος και το παλτό που φορούσε ήταν γεμάτο τρύπες από τις σφαίρες… Αργότερα μας έλεγε ο Γούλας, πως όταν σηκώθηκε, βρήκε τον Γούλα τον Παπαγιάννη που ήταν χτυπημένος και πήγε να τον σηκώσει να φύγουν λέγοντας του: 

-Σήκω, έρχονται να μας εκτελέσουν, σήκω!  

-Δεν μπορώ του έλεγε εκείνος, χτυπήθηκα γερά, δεν θα γλυτώσω, τους άλλους κοιτάξτε!»

«19 Γενάρη 1944. Δύναμη Γερμανών από τις φρουρές που είχαν σε διάφορα σημεία στο δρόμο Ελασσόνας – Σαρανταπόρου, οδηγούμενοι τη νύχτα από προδότες, κύκλωσαν το χωριό Σαραντάπορο, συνέλαβαν 23 χωρικούς που ανήκαν στο Ε.Α.Μ. και τους οδήγησαν για εκτέλεση. Οι χωρικοί όρμησαν πάνω στο εκτελεστικό απόσπασμα και μπόρεσαν να διασωθούν δεκατρείς (13). Οι υπόλοιποι δέκα  (10) εκτελέστηκαν».[4]

Στις 19 Ιανουαρίου 1944, αποφράδα μέρα για το Σαραντάπορο εκτελέστηκαν δέκα (10) αθώοι, άμαχοι Σαρανταπορίτες.

ΝΤΑΛΛΑΣ Ευάγγελος του Αντωνίου (έτος γέννησης 1922) ΒΑΙΤΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ του Παναγιώτη  (πρόεδρος του χωριού, έτος γέννησης 1886)    ΓΚΟΥΝΤΡΟΥΜΠΗΣ Κωνσταντίνος του Γεωργίου (έτος γέννησης 1912) ΓΚΟΥΝΤΡΟΥΜΠΗΣ Νικόλαος του Κωνσταντίνου (έτος γέννησης 1911) ΚΛΕΙΣΙΑΡΗΣ Γεώργιος του Ιωάννη (έτος γέννησης 1902) ΚΛΕΙΣΙΑΡΗΣ Δημήτριος του Θεοδώρου (έτος γέννησης 1913)

ΚΛΕΙΣΙΑΡΗΣ  Χρήστος του Φωτίου (έτος γέννησης 1909)

ΝΤΙΓΚΑΣ Παναγιώτης του Ιωάννη (έτος γέννησης 1904)

ΡΑΠΤΗΣ Δημήτριος του Φωτίου (έτος γέννησης 1902)

ΣΕΒΔΑΛΗΣ Αντώνιος του Νικολάου (έτος γέννησης 1905). 

«Οι γερμανοί αφού τελείωσαν το θλιβερό τους έργο και σκόρπισαν τον θάνατο, έφυγαν αθόρυβα όπως ήρθαν. Οι γυναίκες τότε άρχισαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση που είχαν φύγει οι μελλοθάνατοι. Οι περισσότερες τσίριζαν, τραβούσαν τα μαλλιά τους και φώναζαν το όνομα του αγαπημένου τους άντρα. Ούτε κατάλαβαν πως έφθασαν στον τόπο της τραγωδίας και αντίκρισαν αυτό που φοβόταν: άνδρες ώριμοι και νέα παλικάρια, όλοι πεσμένοι σε διάφορες στάσεις, ακίνητοι, νεκροί. Άλλοι γονατισμένοι σε πουρναριές, άλλοι ξαπλωμένοι στα χορτάρια. Δεν τα κατάφεραν οι καημένοι. Θρήνος και σπαραγμός. Αφού τους έκλαψαν και τους τραγούδησαν μοιρολόγια, άρχισαν να μεταφέρουν τα αγαπημένα σώματα στο νεκροταφείο. Άνοιξαν λάκκους και τους έθαψαν. Χωρίς να τους διαβάσει ο παππάς. Αυτός είχε φύγει στα γύρω βουνά».[5]

Αυτά που γράφει στο ημερολόγιό του ο Θεμιστοκλής Γκουντρουμπής είναι αποκαλυπτικά των γεγονότων που αναφέρονται παραπάνω. «Η υπόθεση ήταν καθαρά θέμα εκδίκησης», λέει. Με βάση όλα όσα καταγράφονται παραπάνω το συμπέρασμα του δεν απέχει από την πραγματικότητα. Εκδίκηση: από τη μεριά των Γερμανών για την έκβαση της μάχης με τους αντάρτες στα Στενά του Σαρανταπόρου και τα συνεχόμενα σαμποτάζ εναντίον τους και από τη μεριά των δοσίλογων του Μιχάλαγα, ο οποίος ήταν πλέον ταγμένος ανοιχτά στο πλευρό των γερμανών, για την κλοπή του κοπαδιού. Οι προδότες της περιοχής έδωσαν ονόματα Σαρανταποριτών μαχητών του Ε.Λ.Α.Σ. και των εφεδρικών του ομάδων που συμμετείχαν στα γεγονότα. Οι άνδρες που οδηγήθηκαν για εκτέλεση ήταν συγγενικά πρόσωπα οργανωμένων στο Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. και υποδείχθηκαν από τους έχοντες «γερμανικές ταυτότητες».

Ο Διονύσιος Ντάλλας ο οποίος διέφυγε, περιγράφοντας το γεγονός αργότερα είπε πως λίγο πριν τους χτυπήσουν με το μυδράλιο, πήδηξε σε παρακείμενο μικρό γκρεμό και τρέχοντας να ξεφύγει τον πυροβολούσαν αλλά δεν τον πέτυχαν.

Τα άτομα που οδηγήθηκαν για εκτέλεση, σύμφωνα με μαρτυρίες ήταν 25 με 30. Η απόπειρα της απόδρασης γλίτωσε τους περισσότερους από αυτούς. Από τα πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος διέφυγαν οι: Γκουντρουμπής Γεώργιος (ιερέας του χωριού), Κλεισιάρης Γεώργιος, Γκουντρουμπής (Ζιόλας) Δημήτριος, Ντάλλας Διονύσιος, Λαβαντσιώτης (Πινιάρας) Αθανάσιος, Κλεισιάρης Δημήτριος, Μακρής Γεώργιος. (Η έρευνα για αυτούς που σώθηκαν παραμένει ανοιχτή. Οι περισσότεροι δεν ζουν πια και οι ηλικιωμένοι πλέον δεν θυμούνται τα ονόματα, καθώς για πολλές δεκαετίες τα γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου αποτελούσαν σημείο τριβής και εντάσεων με αποτέλεσμα πολλοί να αποφεύγουν να μιλήσουν ακόμα σήμερα).

Το 2010 η Κοινότητα Σαρανταπόρου, η Εκκλησιαστική Επιτροπή του        Ιερού Ναού της Αγίας Μαρίνας και ο Σύλλογος Απανταχού                        Σαρανταποριτών, με πρωτοβουλία τους ανήγειραν μνημείο με τα                ονόματα των εκτελεσθέντων στη θέση «Μελίσσι».

Στην πλατεία του χωριού στο μνημείο των πεσόντων, μνημονεύονται        τα ονόματα όλων όσων έδωσαν τη ζωή τους στη διάρκεια των πολέμων     και των αθώων αμάχων που υπήρξαν θύματα της ναζιστικής κατοχής.

 

«Το 2015 ο Σύλλογος Απανταχού Σαρανταποριτών ανέλαβε πρωτοβουλία ώστε το Σαραντάπορο να ανακηρυχθεί Μαρτυρική Κοινότητα με Προεδρικό Διάταγμα. Συγκέντρωσε υλικό και μαρτυρίες των γεγονότων αυτών και το 2018 υπέβαλε ολοκληρωμένη πρόταση στο Συμβούλιο της Κοινότητας Σαρανταπόρου, όπως προβλέπει ο νόμος. Στη συνέχεια αυτή η πρόταση υποβλήθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο Ελασσόνας, το οποίο έλαβε παμψηφεί απόφαση για το δίκαιο αυτό αίτημα, το οποίο αφορά όλους τους κατοίκους του χωριού. Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου προωθήθηκε στην αρμόδια τριμελή επιτροπή του υπουργείου Εσωτερικών, ώστε να εξεταστεί το ορθόν της πρότασης και η επιτροπή γνωμοδότησε θετικά. Με το υπ αριθ. 32/11-3-2020 Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος της Εφημερίδας της Κυβέρνησης με αριθμό φύλλου 59/12-3-2020, το Σαραντάπορο χαρακτηρίζεται ως Μαρτυρικό Χωριό. 

Η απόφαση αυτή αποτελεί παράσημο για το χωριό μας και αποδίδει τον ελάχιστο φόρο τιμής στους ήρωες που έπεσαν στους πολέμους και στους άμαχους που άδικα έχασαν τη ζωή τους από τους εχθρούς της πατρίδας μας». 

                                                Ντάλλας Γιάννης

«Η Αντίσταση στον κάθε είδους κατακτητή, ήταν και θα είναι πάντα υποχρέωσή μας. Η διατήρηση της Ιστορικής Μνήμης και η μεταλαμπάδευση της στις επόμενες γενιές, είναι υποχρέωσή μας. Η Ανάδειξη της Θυσίας των Συμπατριωτών μας και η κατάληψη της θέσης που της αξίζει στην Ιστορία του τόπου μας, είναι υποχρέωσή μας. Η προσπάθεια για την Απόδοση Δικαιοσύνης και η διεκδίκηση των Δίκαιων, Εύλογων, Ηθικών και Υλικών αποζημιώσεων, είναι υποχρέωσή μας».

Στάθης Ψωμιάδης

Μέλος του Δ.Σ. του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών Ελλάδος

Τέλος Γ’ μέρους…

Δείτε βίντεο αφιέρωμα στα θύματα της κατοχής και του εμφυλίου.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Τα στοιχεία πολλών θυμάτων κατά την διάρκεια της κατοχής και της εκτέλεσης των αμάχων στη θέση «Μελίσσι», δημοσιεύθηκαν στον 58ο τόμο του Θεσσαλικού Ημερολογίου, με τίτλο «Θύματα της γερμανικής κατοχής στα χωριά βορείως της Ελασσόνας» του Φοίβου Καζάκη, δικηγόρου πολλών οικογενειών των θυμάτων κατά την εκδίκαση αποζημιώσεων μεταπολεμικά, από τα ελληνικά δικαστήρια. Προκύπτουν επίσης και από μαρτυρίες συγγενών των θυμάτων, όπως και τα στοιχεία των θυμάτων του εμφυλίου. 

Το Δ μέρος είναι αφιερωμένο στον εμφύλιο πόλεμο και θα ακολουθήσει στην επόμενη ανάρτηση.

[1] Σόλων Γρηγοριάδης, «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος», Τόμος 2ος, «Η Μεγάλη Τρομοκρατία», σελίδες 126, 136, 139, 140..

[2] Χη Μεραρχία του Ε.Λ.Α.Σ., Σαράντη Πρωτόπαπα – Κικίτσα, σελ. 272

[3] Από τη διήγηση του Ζιόλα, στο βιβλίο «Την έλεγαν Σοφία» της Ευγενίας Μάντζιαρη – Ανδρούδη, σελ. 197-198.

[4] Χη Μεραρχία του Ε.Λ.Α.Σ., Σαράντη Πρωτόπαπα – Κικίτσα, σελ. 273.

[5] «Την έλεγαν Σοφία», Ευγενία Μάντζιαρη-Ανδρούδη, σελ. 199

Πηγή: imerologiosarantaporou.blogspot.com

Previous ArticleNext Article