Λάρισα

Αυτά είναι επτά απ΄τα πιο γραφικά χωριά της Λάρισας – Σκηνικά βγαλμένα από καρτ ποστάλ (φωτο)

Στην ευρύτερη περιοχή των παράλιων του Ν. Λάρισας πάνω στις πλαγιές του Μαυροβουνίου, του Κισσάβου και του Κάτω Ολύμπου είναι χτισμένοι δεκάδες οικισμοί ιδιαίτερης ομορφιάς και ιστορικής αξίας. Η καταπληκτική θέα, άλλοτε προς το Αιγαίο πέλαγος και άλλοτε προς τον κάμπο της Λάρισας και την Κοιλάδα των Τεμπών είναι το κύριο χαρακτηριστικό της πλειοψηφίας των γραφικών χωριών της περιοχής.

Πέτρινα κτίσματα, αρχοντικά, γεφυράκια, πετρόστρωτα σοκάκια και πλατείες στήνουν το σκηνικό σε καθένα από τους παραδοσιακούς οικισμούς της περιοχής.

Δείτε επτά από τα πιο γραφικά χωριά του νομού Λάρισας:

Η Άνω Σωτηρίτσα, παλαιότερη ονομασία Κάπιστα, βρίσκεται ΝΑ στις πλαγιές της Όσσας σε υψόμετρο 420 μ. και σε απόσταση 46 χλμ. από τη Λάρισα, 3 χλμ. από τη Μελιβοία. Επίσης απέχει 6 χλμ. από τον παραλιακό οικισμό Κάτω Σωτηρίτσας. Το όνομα το πήρε από το ξωκλήσι της Μεταμόρφωσης Του Σωτήρος, που βρίσκεται λίγο πιο έξω από το χωριό.

Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού ήταν 7 οικογένειες που εγκαταστάθηκαν πριν 200 χρόνια και ασχολήθηκαν με την υλοτόμηση της Βελανιδιάς κ.λ.π.. Στην συνέχεια γύρω στο 1880 υπήρξε συνεταιρισμός υλοτόμων Κάπιστας. Κύριο εισόδημα των κατοίκων ήταν από την κτηνοτροφία, την καλλιέργεια Αμπελιών, Ελιών και την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Σήμερα είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία και οι τουριστικές δραστηριότητες.

Η περιοχή της Σωτηρίτσας υπήρξε Τσιφλίκι το οποίο απαλλοτριώθηκε το1931 και παραχωρήθηκε κλήρος στον
τότε σύλλογο ακτημόνων. Μεγάλη υπήρξε η δράση του χωριού στα χρόνια της κατοχής, με αποκορύφωμα το 1942-3 κατά την γερμανοϊταλική κατοχή, τη φυγάδευση από τους ντόπιους ενός τάγματος με Νεοζηλανδούς. Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας έστειλε στους κατοίκους ευχαριστήρια επιστολή, η οποία σώζεται.

Την 10ετία του 70′ το χωριό εγκαταλείφθηκε σιγά – σιγά και οι κάτοικοι μετανάστευσαν. Οι περισσότεροι κάτοικοι κατέβηκαν στην παραλία όπου βρίσκονται και οι περισσότερες αγροτικές τους ασχολίες και εκεί δημιουργήθηκε ο παραλιακός οικισμός Σωτηρίτσας.

Τα τελευταία χρόνια, έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια ανάπλασης του χωριού με την αναπαλαίωση της πλατείας και της Μεγάλης Βρύσης, παλιών εγκαταλελειμένων σπιτιών, 2 παραδοσιακών ταβερνών και ξενώνων.

Η Αιγάνη είναι ένα χωριό της Θεσσαλίας, ανήκει στο νομό Λάρισας και είναι διαμέρισμα του δήμου Κάτω Ολύμπου.

Βρίσκεται σε υψόμετρο 250 μέτρων και σε απόσταση 40 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη της Λάρισας αλλά και από την πόλη της Κατερίνης. Έναι το τελευταίο άκρο της Θεσσαλίας καθώς εκεί βρίσκονται τα σύνορα Θεσσαλίας – Μακεδονίας. Κατά την απογραφή του 2001 η Αιγάνη είχε 600 κατοίκους, ενώ το δημοτικό διαμέρισμα 1.041.

Στο δημοτικό διαμέρισμα της Αιγάνης, ανήκουν ακόμη δύο οικισμοί. Πρόκειται για την Κάτω Αιγάνη, οικισμός ο οποίος βρίσκεται επι της εθνικής οδού, και την Παραλία της Αιγάνης που βρίσκεται 8 χιλιόμετρα από την Κάτω Αιγάνη και 12 από την Αιγάνη. Η Παραλία της Αιγάνης αποτελείται από δύο οικισμούς.Ο ένας είναι τα και ο άλλος το Καστρί Λουτρό. Από τους 1041 κατοίκους το 62% είναι κάτοικοι της Αιγάνης, το 30% των Μεσαγγάλων και το υπόλοιπο 8%, κάτοικοι της Κάτω Αιγάνης.

Η Αιγάνη έχει πάρα πολλές φυσικές ομορφιές και συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Η εκκλησία της Γεννήσεως της Θεοτόκου, παλιό μοναστήρι καθώς ήταν, είναι μία σημαντική χριστιανική κληρονομιά και το εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου που χρονολογείται από το 14ο αιώνα και θεωρείται το παλαιότερο της Θεσσαλίας αποτελεί το μεγαλύτερο πολιτισμικό και θρησκευτικό πλούτο του χωριού.

Τα Αμπελάκια είναι ένα ιστορικό χωριό, χτισμένο στους πρόποδες του Κισσάβου και ΒΑ της Λάρισας, στην είσοδο τηςκοιλάδας των Τεμπών. Η ονομασία του προήλθε από τα πολλά μικρής έκτασης αμπέλια που υπήρχαν παλιότερα στην περιοχή.

Δεν έχει εξακριβωθεί ο ακριβής χρόνος ίδρυσης των Αμπελακίων. Γνώρισαν μεγάλη οικονομική άνθηση και απέκτησαν εξαιρετική φήμη κατά τους 18ο και αρχές του 19ου αι. Αιτία ήταν η ανάπτυξη της βιομηχανίας και της εμπορίας βαμβακερών υφασμάτων και κόκκινων νημάτων.

Στα τέλη του 18ου αι. η όλη επιχειρηματική δραστηριότητα συστηματοποιείται με την ίδρυση της “Συντροφίας των Αμπελακίων”, του πρώτου οικονομικού οργανισμού θεμελιωμένου σε συνεταιριστική βάση. Δυστυχώς η “Συντροφία” διαλύθηκε το 1811 σε μια ατμόσφαιρα οικονομικών καταχρήσεων, εσωτερικής διαμάχης και δικαστικών αγώνων.

Τα εναπομείναντα αρχοντικά των Αμπελακίων επιμένουν να θυμίζουν τη “χρυσή εποχή” του παρελθόντος, όπου η ανάμειξη τοπικών με δυτικά στοιχεία δημιούργησε μία από τις πιο ιδιόμορφες και ενδιαφέρουσες μορφές της λαϊκής μας τέχνης. Στα Αμπελάκια υπάρχουν σήμερα 17 αρχοντικά, εκ των οποίων τα δύο αποτελούν περιουσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Χτίστηκαν όλα, στα τέλη του 18ου με τις αρχές του 19ου αι. Το πιο αξιόλογο είναι το σπίτι του Γεωργίου Σβάρτς (Μαύρου), πρόεδρου της “Κοινής Συντροφίας”, που λειτουργεί σαν μουσείο. Πρόκειται για μεγάλο τριώροφο οικοδόμημα χτισμένο το 1787, με πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο, κατασκευασμένο από μακεδονίτικα συνάφια τεχνιτών. Οι δύο πρώτοι όροφοι είναι λιθόκτιστοι με χονδρούς τοίχους και λίγα ανοίγματα. Ο πάνω όροφος είναι ελαφρύς, με πολλά παράθυρα και προεξέχοντα σαχνισιά σε κάθε του πρόσοψη. Το πλουσιότερο δωμάτιό του είναι “του αετού” , που έχει έναν ανάγλυφο δικέφαλο αετό πάνω από την πόρτα και ακόμη έναν στην κορυφή του τζακιού.

Το χωριό έχει κηρυχθεί διατηρητέο για το σύνολο της αρχιτεκτονικής του κληρονομιάς. Προσφέρεται για περιήγηση, ενώ η θέα της κοιλάδας των Τεμπών και του Θεσσαλικού κάμπου είναι καταπληκτική.

Η Ανατολή ξεπροβάλλει πανέμορφη και γραφική (παλαιότερη ονομασία Σελίτσιανη), είναι χτισμένη στην πλαγιά του Κισσάβου σε υψόμετρο 950 μ. θαυμάζοντας κάθε αυγή τα υπέροχα χρώματα της Ανατολής. Απέχει 41 χλμ. από τη Λάρισα και 18 χλμ από το χωριό Δήμητρα. Η ίδρυση της χρονολογείται στην βυζαντινή εποχή, ενώ στα δύσκολα χρόνια του 13ου αι. εγκαταλείφθηκε ή ερημώθηκε. Οι νέοι κάτοικοι είχαν έρθει από το χωριό Βαθύρεμα, κοντά στο σημερινό Γερακάρι, αφού αυτό καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1423. Στο παρελθόν ευδοκιμούσε η παραγωγή άσπρων νημάτων και το φημισμένο κρασί, ενώ παράλληλα υπήρχαν και εργαστήρια χρυσοχοϊας. Σήμερα οι κάτοικοί της που φτάνουν τα 500 άτομα είναι κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι.

Πεζοπορώντας στην περιοχή ο επισκέπτης συναντά τις πηγές στις θέσεις «Γιατρικό», «Βρύσες», εντός του χωριού και «Βρύση Χαλκιά». Η κορυφή του Κισσάβου «Προφ. Ηλίας» απέχει περίπου 1.30’ από την Ανατολή όπου ευδοκιμεί το γνωστό τσάι του Κισσάβου. Άλλα σημεία ιδιαίτερης θέας είναι η θέση «Παναγιά» με θέα προς τη θάλασσα, η Μονή του Τιμίου Προδρόμου με θέα το θεσσαλικό κάμπο και η θέση «Καρλιάγκι» πάνω από το χωριό με θέα τη θάλασσα και το θεσσαλικό κάμπο. Τα δάση της περιοχής είναι κατάφυτα με οξιές και έλατα και εδώ βρίσκουν καταφύγιο αγριογούρουνα, ζαρκάδια, λαγοί, πέρδικες, φασιανοί, μπεκάτσες, λύκοι κ.α.

Πόλο έλξης για τους επισκέπτες αποτελούν τα πανηγύρια και τα έθιμα που αναβιώνουν στην Ανατολή. Το χωριό πανηγυρίζει με παραδοσιακούς δημοτικούς χορούς στον εορτασμό των Προφ. Ηλία (20/7), Αγ. Παρασκευής (26/7), Αγ. Παντελεήμονα (27/7), Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15/8) και Αποτομής της Τίμιας
Κεφαλής του Προδρόμου (29/8). Ξεχωριστή θέση κατέχει το καλοκαιρινό έθιμο των «Αλωνιών», κατά το οποίο οι κάτοικοι αλωνίζουν με παραδοσιακό τρόπο (δρεπάνι, αδοκάνη, ζώα) σε πέτρινο αλώνι στον Αγ. Παντελεήμονα.

Στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ανατολής υπάρχει μόνιμη φωτογραφική έκθεση με παλιές
φωτογραφίες, που αφορούν όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής των κατοίκων. Τέλος, αξίζει κανείς να επισκεφτεί το Εκκλησιαστικό Μουσείο με εκθέματα που ανάγονται στο 17ο αιώνα.

To Μεταξοχώρι (παλαιότερη ονομασία Ρέτσιανη ή Μελίσσι) που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αγιά (μόλις 1.5 χλμ) είναι παραδοσιακός οικισμός, γνωστός για την παραγωγή μεταξιού. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 300 μ. και σε απόσταση 36 χλμ. από τη Λάρισα. Οι κάτοικοί του φτάνουν τα 1000 άτομα και ασχολούνται με καλλιέργειες κυρίως μήλων και κερασιών.

Στην περιοχή έχουν βρεθεί επιτύμβιες στήλες από τα ρωμαϊκά και τα ελληνιστικά χρόνια. Λέγεται ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός μίλησε στους κατοίκους το 1765 (σύμφωνα με σχετική σημείωση σε εκκλησιαστικό βιβλίο του χωριού) και στο μέρος αυτό, στη θέση «Κεραμίδι», φύτρωσε ανάμεσα στο βράχο ένα δέντρο, η «Γκαβτζιά».

Οι επισκέπτες αξίζει να επισκεφτούν το Μεταξοχώρι, όταν λαμβάνουν μέρος πανηγυρικές εκδηλώσεις υπό το άκουσμα δημοτικών τραγουδιών που πραγματοποιούνται το Δεκαπενταύγουστο στην πλατεία και διαρκούν δύο μέρες. Στις αρχές Ιουνίου διεξάγεται γιορτή κερασιού με λαϊκή μουσική, χορούς, εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας και γεωργικής παραγωγής.

Αξιοσημείωτες είναι και οι Μονές και τα Παλαιά Αρχοντικά σπίτια που περιστοιχίζουν το χωριό, όπως των Εισοδίων της Θεοτόκου, του Αγ. Γεωργίου και του Αγ. Ευσταθίου. Στην Μονή του Αγ.Ευσταθίου σώζεται τμήμα παλιού υδραγωγείου (8 καμάρες) με το οποίο οι μοναχοί μετέφεραν νερό με πήλινους υδροσωλήνες, από την πηγή «Παπά Αλεβίζη».

Σήμερα το χωριό αποκαλείται ως «χωριό των καλλιτεχνών» γιατί πολλοί καλλιτέχνες έχουν και αγοράζουν σπίτια. Τέλος, εδώ στεγάζεται και το Γενικό Αρχείο του Κράτους (Γ.Α.Κ) – Τοπικό Αρχείο Αγιάς.

Η Ραψάνη, η όμορφη κωμόπολη στους πρόποδες του Ολύμπου ιδρύθηκε ενδεχομένως τον 10ο μ.Χ. αιώνα από την ένωση χωριών με το όνομα Ολυμπιάδες. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανεπτυγμένη βιοτεχνία βαφής και κατασκευής υφασμάτων. Από την εποχή εκείνη σώζονται δυο αρχοντικά που θυμίζουν τον παρελθόντα πλούτο του χωριού. Η μονή των Αγίων Θεοδώρων μέσα στο ομώνυμο δάσος, είναι γεμάτη με αξιόλογες τοιχογραφίες και έχει τέμπλο του 13ου αιώνα. Το εξωκλήσι του Αγίου Ιωάννου με τοιχογραφίες του 16ου αιώνα βρίσκεται λίγα μέτρα έξω από το χωριό. Το χωριό πανηγυρίζει το πρώτο Σάββατο μετά τις απόκριες και φημίζεται για τις εορταστικές εκδηλώσεις την Καθαρά Δευτέρα, με πατροπαράδοτη φασολάδα, ντόπιο κρασί και μεζέδες. Το υγιεινό κλίμα,τα άφθονα νερά και οι διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις προσελκύουν αρκετούς επισκέπτες κατά τους θερινούς μήνες.

Κατά τον μύθο η Ραψάνη ήταν μια πανέμορφη και δυναμική γυναίκα της περιοχής, η οποία πρωτοστάτησε για την συνένωση των χωριών που απαρτίζανε τις Ολυμπιάδες σε μια πόλη πιο δυνατή και πιο μεγάλη.

Δύο μικρά ιστορικά στοιχεία, κατά τον βυζαντινολόγο Π. Θεοδωρίδη, επιβεβαιώνουν ότι η Ραψάνη ήταν βυζαντινός οικισμός.

Το πρώτο στοιχείο είναι η εκκλησία “Παναγία των Χαλκέων” στη Θεσσαλονίκη, που είναι αφιέρωμα του Ραψανιώτη Καπετάνιου Λαγουβαρδία.

Το δεύτερο στοιχείο, έρχεται από την Άννα Κομνηνή και αναφέρεται στα 1140, όταν ο Αλέξιος Κομνηνός εκστρατεύει κατά του Βασμούντα, που πολιορκεί τη Λάρισα, περνώντας μέσα από τη Ραψάνη.

Οι 6 νερόμυλοι της Ραψάνης που χρονολογούνται από το 12ο ως τον 13ο αιώνα, αποδεικνύουν ότι η Ραψάνη υπήρξε μια ακμάζουσα βυζαντινή πόλη με περισσότερα από 900 χρόνια ιστορία.

Κατά την Τουρκοκρατία η Ραψάνη απολάμβανε ένα είδος ανεξαρτησίας, η οποία συνέβαλε σημαντικά στην περαιτέρω ανάπτυξή της. Τον 17ο και 18ο αιώνα έφθασε στο ζενίθ της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής της ανάπτυξης, με κύριο μοχλό ανάπτυξης την αμπελουργία-οινοποιία, σηροτροφία και υφαντουργία.

Όπως μαρτυρά και ο Λ. Λεονάρδος (1836) “Ταύτην (τη Ραψάνη) περικυκλώσι καλλιερημένοι αγροί και επιμελημέναι άμπελοι με εξαίρετα σταφύλια”, ενώ η Α.Κ. Παπασταύρου, γράφει στην “Εστια” το 1892: “Τούτο οφείλεται εις την φιλοπονίαν και δραστηριότητα των κατοίκων της μεταβαλλόντων τας άγονους κλιτύας του όρους εις θαλεράς αμπέλους αίτινες παράγουσι τον κάλλιστον Ραψανιώτικο οίνον”.

Το Ομόλιο στην αρχαιότητα ήταν η βορειότερη πόλη της αρχαίας Μαγνησίας, χτισμένη στις Β. πλαγιές της Όσσας και άκμασε τον 4ο αι π.Χ. Η ανάπτυξή της διαπιστώνεται από την ύπαρξη νομισματοκοπείου(από τα σπουδαιότερα της Κεντρικής Ελλάδας , η ύπαρξη του οποίου σύμφωνα με ευρήματα, φτάνει εώς τον 3ο αιπ.Χ.) και κεραμικού εργαστηρίου. Σύμφωνα με τον Όμηρο η πόλη συμμετείχε στην Αμφικτιονία των Δελφών. Τα ερείπια της αρχαίας αυτής πόλης και ακρόπολης της σώζονται ακόμη κοντά στο σημερινό χωριό ενώ τα ευρήματα από ανασκαφές που έγιναν, φιλοξενούνται σήμερα στο Μουσείο του Βόλου και σε άλλα μουσεία της Ελλάδας. Στη γη του Ομολίου αναπαύεται και ο πρωτεργάτης του αγροτικού κινήματος και της σοσιαλιστικής ιδέας στην Ελλάδα, Μαρίνος Αντύπας.

Σήμερα το χωριό Ομόλιο, ανήκει στον Δήμο Αγιάς, απέχει 40 χλμ. από τη Λάρισα και ο πληθυσμός το καλοκαίρι μπορεί να φτάνει και τα 1000 άτομα, αποκτώντας παραθεριστικό χαρακτήρα. Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και δημόσιοι υπάλληλοι. Την περιοχή διαρρέει ο Πηνειός ποταμός, σχηματίζοντας πλούσιο βιότοπο για άγρια πουλιά, πάπιες, χήνες και ψαροφάγους. Εδώ υπάρχει το πέτρινο γεφύρι του «Λασποχωρίου», που συνέδεε τη Β. με τη Ν. Ελλάδα και από το οποίο σώζεται το κύριο τόξο. Λίγα μέτρα πριν τη διασταύρωση για το Ομόλιο, στα Τέμπη, βρίσκονται οι πηγές της Δάφνης και της Αφροδίτης. Αρκετά σπήλαια στο γύρω τοπίο δίνουν τη δική τους άγρια ομορφιά. Δύο από αυτά είναι γνωστά ως, «του Ντάνα» και «Μπαρότρυπα». Το πρώτο βάθους πάνω από 50 μ. έχει σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Λίγο έξω από το Ομόλιο υπάρχει το φαράγγι (Μέγας Λάκκος) όπου πέρασε ο Μέγας Αλέξανδρος με το στρατό του.

Τέλη Ιουλίου και αρχές Αυγούστου πραγματοποιείται στο Ομόλιο η γνωστή γιορτή του Καλαμποκιού, με τετραήμερα πολιτιστικά δρώμενα, αθλητικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις, χορευτικά συγκροτήματα και λαϊκό γλέντι. Οι παρευρισκόμενοι μπορούν να απολαύσουν δωρεάν ψητό καλαμπόκι, παραδοσιακή μπομπότα και ποπ κορν.

Πηγή: larissa-beach.gr

Previous ArticleNext Article